«Κάθε στιγμή είναι μια απρόοπτη ανακάλυψη , κάθε στιγμή φανερώνεται το απόλυτο μυστήριο του παρόντος (...). Για μένα ο κόσμος είναι η αμφισβήτηση της κοινής γνώμης». Τα λόγια ανήκουν στον Ρενέ Μαγκρίτ, έναν από τους σημαντικότερους ζωγράφους του 20ού αιώνα, και μοιάζουν να αποτελούν το μότο της φιλοσοφίας του.
Η αφίσα ενός από τα διασημότερα έργα του έχει κατά καιρούς στολίσει τους τοίχους πολλών φοιτητικών δωματίων, ακόμη και αν οι κάτοχοί της δεν έχουν συγκρατήσει το όνομα του ζωγράφου ούτε ίσως και τον τίτλο του έργου του: «Η μεγάλη οικογένεια». Το περιστέρι εκείνο πάντως, που στα ανοιγμένα φτερά του αφήνει να περάσει ο ουρανός με τα μπαμπακένια σύννεφα, έχει σίγουρα εμψυχώσει συχνά την ανάγκη του πετάγματος στη Φαντασία και στο Ονειρο. Δύο τόποι που μαζί με το μέγα Μυστήριο υπήρξαν οι πιο αγαπημένοι για τα ταξίδια και τις αναζητήσεις του βέλγου σουρεαλιστή.
Ο Ρενέ Μαγκρίτ γεννήθηκε στις 21 Νοεμβρίου του 1898 σε μια μικρή βελγική πόλη, τη Λεσίν, και από την κούνια του ακόμη θυμόταν πως είδε άντρες με κάσκες να μεταφέρουν ένα αερόστατο που είχε πέσει στη στέγη του οικογενειακού σπιτιού. Στα 12 του χάνει τη μητέρα του, η οποία αυτοκτόνησε, και πέντε χρόνια αργότερα βρίσκεται στις Βρυξέλλες, φοιτητής ήδη στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Το 1925, μπροστά στο αντίγραφο ενός έργου του Τζιόρτζιο ντεΚίρικο, που του δείχνει ο φίλος του Λεκόντ, ο Μαγκρίτ δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Την επόμενη χρονιά ζωγραφίζει τον πρώτο σουρεαλιστικό πίνακά του, τον ονομάζει «Ο χαμένος αναβάτης» και τον ανακηρύσσει το πρώτο «πραγματικό έργο του». Λίγο αργότερα στο Παρίσι θα συνδεθεί με την ομάδα τού Αντρέ Μπρετόν, δεν θα συμμετάσχει όμως για πολύ στις δραστηριότητές της, για να επιστρέψει σύντομα στις Βρυξέλλες και στους φίλους του. Μετά το 1936 και την πρώτη έκθεσή του στη Νέα Υόρκη, θα ακολουθήσουν πολλές ατομικές εκθέσεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο ίδιος όμως θα αφήσει ελάχιστες φορές το σπίτι του για να ταξιδέψει. Στην ίδια πόλη θα περάσει με τη συντροφιά της γυναίκας του Ζορζέτ όλη του τη ζωή. Για ένα μικρό διάστημα, μετά τον πόλεμο, θα περάσει και από το Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά η αντιδογματική του φύση δεν θα αντέξει ούτε εδώ περισσότερο από όσο με την παρέα του Μπρετόν.
Από το 1920 και ως το 1967, χρονιά του θανάτου του, στην ίδια πάντα πόλη, το έργο του αριθμεί εκατοντάδες λάδια με ποιητικούς τίτλους, που βρίθουν από αινίγματα, μεταφορές και παράδοξα, αλλά και σχέδια, ακουαρέλες, κολάζ και ακόμη πάμπολλες αντιγραφές έργων που διασκέδαζε να σκαρώνει καθώς και πολλά γλυπτά αντικείμενα. Το πιο διάσημο από τα οκτώ τελευταία γλυπτά του, που βασίστηκαν σε ζωγραφικούς του πίνακες, με την ενθάρρυνση του Αλέξανδρου Ιόλα, είναι ο «Θεραπευτής»: ένας καθιστός άνδρας με καπέλο και μανδύα, και με ένα κλουβί στη θέση του στήθους και του προσώπου.
Ο χαρακτηρισμός του ως «Πάπα της ποπ αρτ» είναι ενδεικτικός της σημασίας που αποδίδεται στην επίδρασή του στα ρεύματα της σύγχρονης τέχνης. Ο ίδιος πάντως δεν κολακευόταν ιδιαίτερα με τον χαρακτηρισμό, όπως άλλωστε αισθανόταν άβολα μέσα σε κάθε κλισέ και σε οτιδήποτε τον «περιόριζε». Εκείνο που τον χαρακτήριζε αντίθετα, πέρα από την αγάπη για την ικόνα, ήταν ένα πνεύμα ανεξιθρησκίας, αμφισβήτησης και σατιρικής διάθεσης, που συχνά φτάνει στην αυτοειρωνεία· τυπικά χαρακτηριστικά της βελγικής ψυχής, σύμφωνα με τον βέλγο καθηγητή των Καλών Τεχνών του Παρισιού, Πιερ Στερξ, δημιουργό του σεναρίου ενός CD-ROM για τον ζωγράφο. Χαρακτηριστικά που οφείλονται στην επίδραση που άφησαν οι θρησκευτικοί πόλεμοι στη χώρα αλλά και το κίνημα της Αντιμεταρρύθμισης που κήρυξε την εικόνα ως το ουσιώδες μέσον αφοσίωσης και ενέπνευσε μια ολόκληρη σχολή ζωγράφων ιστορικών θεμάτων, σαν τον Ρούμπενς και τον Βαν Ντάικ. Κάτι που εξηγεί σύμφωνα πάντα με τον Πιερ Στερξ ότι «οι άνθρωποι από εδώ έχουν έναν πίνακα στην κοιλιά και η χώρα αυτή αριθμεί αναλογικά περισσότερους φωτισμένους λάτρεις της τέχνης από ό,τι ολόκληρη η Γαλλία». Μοιρασμένοι σε Φλαμανδούς και Βαλλόνους, διαποτισμένοι από μια ασάφεια και αμφισημία που χαρακτηρίζει τις σχέσεις τους με τα πάντα, «οι καλλιτέχνες αυτής της χώρας έχουν τραφεί με αυτό το είδος του χάους και ο σουρεαλισμός αποτελεί μέρος της καθημερινής ζωής» συμπληρώνει ένας ακόμη βέλγος δημιουργός, ο Ζακό βαν Ντορμάελ, σκηνοθέτης του «Τοτό ο ήρωας» και της «Ογδοης μέρας».
Αν όλα αυτά τώρα σας θύμισαν εκείνη την περίφημη λεζάντα «Αυτό δεν είναι μια πίπα» (στον πίνακα που απεικονίζει μια τεράστια πίπα), δεν είναι τυχαίο. Οπως δεν είναι τυχαίο που αυτή η ανένταχτη φύση του Μαγκρίτ έβρισκε καταφύγιο στο απέραντο ξέφωτο της «ορατής ποίησης», όπως έλεγε τη ζωγραφική, και στην ελευθερία του υπερρεαλισμού. Ο Λόγος μάλιστα και οι μαγικές δυνατότητες της Ποίησης γοήτευαν τον Μαγκρίτ όσο και τα χρώματα και του άρεσε εξίσου να γράφει και να συζητά. Στη διάρκεια της ζωής του έδωσε αρκετές συνεντεύξεις και έγραφε μικρά λογοτεχνικά κείμενα εν είδει σημειώσεων ή βραχέων σεναρίων, και βέβαια πάμπολλα γράμματα σε φίλους. (Μια περιεκτικότατη ανθολόγηση των παραπάνω είναι το βιβλίο τσέπης των εκδόσεων Οδυσσέας με τίτλο «Ρενέ Μαγκρίτ: Τα κείμενα»).
Μιλώντας για τον σουρεαλισμό σε μία από τις συνεντεύξεις του λέει: «Χωρίς μια επαναστατική σκέψη ενάντια στους λίγο - πολύ αυθαίρετους κανόνες που προσπαθούν να μας επιβάλουν, ο σουρεαλισμός δεν θα μπορούσε να αποδώσει μια υπέρτατη αξία στην ιδέα ότι η ανθρώπινη ζωή πρέπει ανυπερθέτως να είναι άξια να τη ζει κανείς». Και αναφερόμενος στις τρεις αγαπημένες λέξεις του Μπρετόν, προσθέτει: «Η ελευθερία, ο έρωτας και η ποίηση σημαίνουν ότι το αδύνατο μας έλκει».
«Η πραγματικότητα της ποιητικής εικόνας είναι η πραγματικότητα του Σύμπαντος» λέει κάπου αλλού, χωρίς να ξεχνά να παραθέσει την αγαπημένη του ρήση τού Καρτέσιου: «Το πνεύμα είναι ικανό να φανταστεί εικόνες που δεν μπορεί να τις εξηγήσει». Και αυτό ακριβώς είναι που επιθυμεί να δώσει με τη ζωγραφική του ο Ρενέ Μαγκρίτ: όλα όσα δεν μπορούν να εξηγηθούν ή να εκφραστούν και κατοικούν αυτό που, ελλείψει πιο συγκεκριμένου όρου, ονομάζουμε Μυστήριο του Κόσμου. «Αν ο κόσμος μάς ενδιαφέρει βαθιά, είναι εξαιτίας του μυστηρίου του. (...) Το μυστήριο δεν είναι μία από τις δυνατότητες της πραγματικότητας, το μυστήριο είναι αυτό που είναι απόλυτα αναγκαίο για να υπάρξει η πραγματικότητα» του αρέσει να τονίζει.
Οταν μάλιστα ο ίδιος επιστρέφει στην «πραγματικότητα» για να κρίνει τα πράγματα, ο λόγος του γίνεται ακόμη πιο δραστικός. Ιδού ένα απόσπασμα από την εισαγωγή μιας διάλεξής του το 1938 στην Αμβέρσα: «Κυρίες, κύριοι, σύντροφοι, εκείνη η παλιά ερώτηση, "ποιοι είμαστε;" βρίσκει απογοητευτική απάντηση σε αυτόν εδώ τον κόσμο όπου αναγκαστικά ζούμε. Πράγματι, δεν είμαστε παρά οι υπήκοοι αυτού του κόσμου, του τάχα πολιτισμένου, όπου η ευφυΐα και η χαμέρπεια, ο ηρωισμός και η βλακεία, βολεύοντάς τα μια χαρά μεταξύ τους, βρίσκονται εναλλάξ στο προσκήνιο. Είμαστε οι υπήκοοι αυτού του ασυνάρτητου και παράλογου κόσμου, που κατασκευάζει όπλα για να εμποδίσει τον πόλεμο, όπου η επιστήμη χρησιμοποιείται για να καταστρέφει και να οικοδομεί, για να σκοτώνει και να παρατείνει τη ζωή των μελλοθανάτων, όπου η πιο παρανοϊκή δραστηριότητα έχει τα πιο αντίθετα αποτελέσματα: ζούμε σε έναν κόσμο όπου παντρεύονται για τα λεφτά, όπου χτίζουν παλάτια που σαπίζουν εγκαταλειμμένα στις ακτές. Αυτός ο κόσμος στέκεται ακόμη κακήν κακώς όρθιος, αλλά ήδη βλέπουμε να λάμπουν μες στη νύχτα τα σημάδια της επερχόμενης καταστροφής».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου